Παρουσίαση: «Ιστορίες με σκύλους» του Αλέξη Πανσέληνου

Ο Αλέξης Πανσέληνος έχει ένα πλούσιο λογοτεχνικό έργο και έχει λάβει μια πληθώρα λογοτεχνικών βραβείων ( ανάμεσα τους και το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος). Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες. Ωστόσο οφείλω να είμαι ειλικρινής, δεν τον είχα ακουστά – δυστυχώς.

Η πρώτη μου επαφή μαζί του έγινε με τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Ιστορίες με σκύλους». Πρόκειται για μια συλλογή η οποία κυκλοφόρησε το 1982 από άλλον εκδοτικό οίκο και επανακυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Στην εν λόγω συλλογή θα διαβάσουμε τέσσερα εκτενή διηγήματα. Οι ιστορίες που δημιούργησε ο συγγραφέας έχουν να κάνουν κυρίως με τον έρωτα, τη μοναξιά και το πέρασμα του χρόνου. Στις τρεις από αυτές, πέρα από ανθρώπους θα συναντήσουμε και ζώα πολλές φορές με πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ζώα που μιλάνε, που αισθάνονται περισσότερο από τους ανθρώπους και που καταλαβαίνουν περισσότερα από εκείνους. Είναι τα ζώα αυτά που φαίνεται να έχουν πιάσει το νόημα της ζωής και που έχουν ενσυναίσθηση.

Αντιθέτως, οι άνθρωποι είναι αυτοί που φέρονται παράξενα και που στο τέλος δεν καταφέρνουν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, ίσως επειδή κατά βάθος να μην το θέλουν. Όλο αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην συνάπτουν πραγματικές διαπροσωπικές σχέσεις και να ζουν μόνοι και ξένοι ο ένας με τον άλλον. Οι αναγνώστες θα δυσκολευτούν να καταλάβουν τα κίνητρα των πράξεων τους και δεν θα μπορέσουν να βρουν μια πειστική απάντηση στο γιατί οι ίδιοι οι ήρωες βάζουν εμπόδια στην ευτυχία τους και στην εκπλήρωση των ονείρων τους.

Μου άρεσε πάρα πολύ ο τρόπος γραφής και η γλώσσα που χρησιμοποίησε ο κύριος Πανσέληνος. Τα διηγήματα του κινούνται με χειρουργική ακρίβεια ανάμεσα στον πραγματικό κόσμο και τον κόσμο των ονείρων. Ειδικά την τελευταία ιστορία, το «Καλοκαιρινός κινηματογράφος» την αγάπησα πάρα πολύ και χωρίς να μπορώ, προς το παρόν τουλάχιστον, να αποκωδικοποίησω το «γιατί» , νομίζω ότι θα την κουβαλάω μέσα μου για πολύ καιρό ακόμη.

Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως δεν θα μείνω στο «Ιστορίες με σκύλους» αλλά στο άμεσο μέλλον θα αναζητώ και άλλα έργα του κυρίου Πανσέληνου. Σας προτείνω να κάνετε και εσείς το ίδιο. Αν τον διαβάσετε θεωρώ πως θα καταλάβετε και εσείς ότι διαφέρει αισθητά από τους υπόλοιπους συγγραφείς.

Παρουσίαση: «Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι» του Oscar Wilde

Είχα διαβάσει κάποτε, δυστυχώς δεν θυμάμαι ποιος το είχε σχολιάσει, πως όσον αφορά τα βιβλία που θεωρούνται κλασσικά δεν τα διαβάζουμε όχι επειδή τα σνομπάρουμε αλλά επειδή έχουν συζητηθεί τόσο πολύ και οι υποθέσεις τους έχουν αναλυθεί διεξοδικά που νομίζουμε ότι ξέρουμε περί τίνος πρόκειται. Έτσι όμως χάνουμε την ευκαιρία να αποκτήσουμε μια εμπεριστατωμένη άποψη για το εκάστοτε έργο και του αρνούμαστε τη δυνατότητα να μας «μιλήσει». Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του «Πορτρέτου του Ντόριαν Γκρέι» του Oscar Wilde διαπίστωσα πόσο εύστοχο ήταν το εν λόγω σχόλιο.

Πρόκειται για ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν από παραπάνω 100 χρόνια και πιο συγκεκριμένα το 1891. Στα Ελληνικά έχει κυκλοφορήσει κατά καιρούς από διάφορους εκδοτικούς οίκους και διάφορες μεταφράσεις. Σήμερα σας παρουσιάζω τη μετάφραση που ανέλαβε η Γωγώ Αρβανίτη για λογαριασμό των εκδόσεων Μεταίχμιο.

Η υπόθεση είναι γνωστή στους περισσότερους. Ο Ντόριαν Γκρέι είναι ένας όμορφος και γοητευτικός νεαρός. Η ομορφιά του δεν αφήνει ασυγκίνητο κανέναν άντρα και καμιά γυναίκα. Ο ζωγράφος Μπάζιλ Χόλγουορντ εντυπωσιάζεται και αυτός από το παραστατικό του και ζωγραφίζει το πορτρέτο του. Είναι εκείνη η στιγμή που ο Ντόριαν συνειδητοποιεί πως η εμφάνιση του είναι το πιο ισχυρό του όπλο και πως με αυτό μπορεί να εξουσιάσει τους ανθρώπους. Αποφασίζει να πουλήσει την ψυχή του στον διάβολο προκειμένου να μείνει για πάντα νέος. Και έτσι γίνεται. Ο άντρας που απεικονίζει το πορτρέτο γερνάει κανονικά σε αντίθεση με τον ίδιο που μένει νέος και εξίσου όμορφος όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Με την επιρροή του φίλου του λόρδου Χένρι Γουότον παίρνει έναν δρόμο χωρίς επιστροφή προς έναν ακόλαστο τρόπο ζωής. Μήπως όμως όπως υπονοεί ο λόρδος Χένρι τα όρια του τι είναι ανήθικο είναι πολύ λεπτά; Μήπως τελικά το να ζούμε όπως εμείς οι ίδιοι θέλουμε δεν είναι τόσο αμαρτωλό και η μοναδική αμαρτία είναι να ζούμε μια «φλατ» ζωή, χωρίς εμπειρίες, έτσι όπως έχει προκαθοριστεί από άλλους; Μήπως εν τέλει το μόνο ανήθικο είναι να ζούμε σαν ζωντανοί- νεκροί;Η υψηλή τάξη της Αγγλίας θα έφριττε αν γνώριζε τι πράγματα κάνει ο Ντόριαν κυρίως τις νύχτες όταν δεν τον βλέπει κανείς. Όμως δεν ξέρει και για αυτό τον θεωρεί ακόμα τζέντλεμαν και του φέρεται με τον ανάλογο σεβασμό. Τα πράγματα που κάνει ποτέ δεν κατανομάζονται . Υπονοούνται μόνο και αυτό είναι που τα κάνει ακόμα πιο τρομερά.

Σε μια πρώτη επιδερμική ανάγνωση όντως θα σκεφτούμε πως ο Wilde έγραψε αυτό το μυθιστόρημα με αφορμή την πάλη μεταξύ νεότητας και γηρατειών, τη μάχη ανάμεσα στη δύναμη και την αδυναμία. Το μαγικό όμως με αυτό το βιβλίο είναι ότι θίγει πολλά θέματα και μπορεί να εγείρει πολλές συζητήσεις. Έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο που κατά κύριο λόγο ασχολείται με το «είναι» και το «φαίνεσθαι». Ο συγγραφέας αναφέρεται στην υποκρισία πολλών ανθρώπων οι οποίοι υποδύονται κάποιον που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα και το θάρρος μερικών να είναι ο εαυτός τους και μας θυμίζει πως η κάθε επιλογή έχει και το τίμημα της. Ένα άλλο θέμα που θίγεται είναι και αυτό της συνείδησης. Πρόκειται άραγε για ένα χαρακτηριστικό όλων των ανθρώπων ή μήπως είναι προνόμιο λίγων εκλεκτών; Άραγε ακόμα και όταν έχουμε κάνει τη χειρότερη πράξη , μπορεί η συνείδηση μας να βγει στην επιφάνεια για να μας σώσει, να μας προστατεύσει ακόμα και την τελευταία στιγμή; Τέλος , ο συγγραφέας αφιερώνει αρκετό χώρο και χρόνο για να μας κάνει να αναρωτηθούμε τι είναι πραγματικά η τέχνη και ποιος ο ρόλος της αισθητικής στην καθημερινότητα μας.

Δεν θα κρύψω ότι υπήρχαν κάποια σημεία, όχι πολλά, που βρήκα το ύφος του Wilde αρκετά πομπώδες και επιτηδευμένο. Όμως πραγματικά όλα αυτά είναι πταίσματα γιατί έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο τόσο σύγχρονο και τόσο μπροστά για την εποχή του. Στις περισσότερες σελίδες του χωρίς υπερβολή βρήκα και από μια ατάκα που μου έδωσε τροφή για σκέψη. Και νομίζω το ίδιο θα συμβεί με όλους όσους το διαβάσουν. Είναι ένα από τα λίγα βιβλία που σίγουρα στο άμεσο μέλλον θα ξανά διαβάσω.

Παρουσίαση : «Η κούκλα» της Yrsa Sigurdardottir

Μπορεί μια παιδική κούκλα να γίνει η αιτία να πεθάνει παραπάνω από ένας άνθρωπος; Στο μυαλό και τη φαντασία της Yrsa Sigurdardottir όλα είναι εφικτά. Το πιο πρόσφατο βιβλίο της, με τίτλο «Κούκλα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση της Βίκυς Αλυσσανδρακη.

Μια μητέρα και η κόρη της βγαίνουν βόλτα με μια βάρκα για ψάρεμα. Αντί για κάποιο ψάρι, ψαρεύουν μια κούκλα , πεταμένη στη θάλασσα. Ύστερα από τις παρακλήσεις της κόρης της, η μητέρα δέχεται να την πάρουν σπίτι τους. Την επόμενη μέρα όμως η μητέρα βρίσκεται νεκρή και η κούκλα έχει εξαφανιστεί από το σπίτι. Πέντε χρόνια μετά , ο ντετέκτιβ Χούλνταρ ερευνά σε ποιον ανήκουν κάποια ανθρώπινα οστά που βρέθηκαν στη θάλασσα, ενώ η παιδοψυχολόγος Φρέιγια ασχολείται με μια υπόθεση παιδικής κακοποίησης. Σύντομα αντιλαμβάνονται και οι δύο ότι αυτές οι υποθέσεις σχετίζονται μεταξύ τους και ότι το κλειδί του μυστηρίου βρίσκεται στα χέρια εκείνου του κοριτσιού που ήθελε απεγνωσμένα αυτή την κούκλα σπίτι του πριν πέντε χρόνια. Μόνο που το κορίτσι αυτό έχει εξαφανιστεί…. Πρόκειται για ένα βιβλίο με γρήγορη πλοκή και με κοινωνικές προεκτάσεις. Δεν με κούρασε στο διάβασμα και πολύ συχνά η Sigurdardottir δίνει και από ένα στοιχείο το οποίο εντείνει την αγωνία και σε κάνει να θες να διαβάσεις ένα ακόμη κεφάλαιο. Για άλλη μια φορά απόλαυσα το δίδυμο Χούλνταρ και Φρέιγια και παραδέχτηκα τη συγγραφέα που δεν έπεσε στην εύκολη παγίδα να δημιουργήσει έναν «βαρύγδουπο» αστυνομικό με «σκοτεινή» ζωή και προβλήματα πχ με το αλκοόλ. Ο Χούλνταρ είναι αρκετά «καθημερινός» και μου αρέσει πολύ όταν συμβαίνει αυτό στα αστυνομικά μυθιστορήματα.

Στα αρνητικά θα έλεγα ότι χρειάζεται προσοχή για να μην μπερδευτούν οι αναγνώστες ιδιαίτερα στο σημείο όπου εξηγείται πώς ένα ζευγάρι έφτασε στην Ισλανδία χωρίς να το αντιληφθεί κανείς ( δεν μπορώ να πω περισσότερα διότι θα κάνω spoiler).

Όσον αφορά το τέλος,δεν μπόρεσα να βρω ούτε τον δολοφόνο ούτε το γιατί αυτή η κούκλα ήταν τόσο ιδιαίτερη. Υπάρχει επίσης και μια ανατροπή καλά κρυμμένη. Άρα, το βιβλίο πέτυχε σίγουρα τον σκοπό του και με κράτησε ως το τέλος. Στο παρελθόν από την ίδια συγγραφέα έχω διαβάσει και σας έχω παρουσιάσει το «DNA» αλλά για να είμαι ειλικρινής, η «Κούκλα» μου άρεσε περισσότερο ( άλλο ένα θετικό στοιχείο δηλαδή). Σίγουρα σας το προτείνω αν αγαπάτε το είδος.

Παρουσίαση : «Αιχμηρά αντικείμενα» της Gillian Flynn

Εδώ και κάποια χρόνια άκουγα ως επί το πλείστον πολύ καλά σχόλια για τα βιβλία της Gillian Flynn. Και ως λάτρης της αστυνομικής λογοτεχνίας ήξερα ότι αργά ή γρήγορα θα της έδινα μια ευκαιρία. Η αρχή λοιπόν έμελλε να γίνει με τα «Αιχμηρά αντικείμενα» βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση που επιμελήθηκε η Γωγώ Αρβανίτη.

Η δημοσιογράφος Καμίλ Πρίκερ θα αναγκαστεί να επιστρέψει, ύστερα από χρόνια, στο πατρικό της για να ερευνήσει τη δολοφονίας μιας νεαρής μαθήτριας και την εξαφάνιση άλλης μιας. Άραγε οι δύο υποθέσεις σχετίζονται μεταξύ τους; Πέρα από έναν αδίστακτο δολοφόνο η Καμίλ θα πρέπει να αντιμετωπίσει και την οικογένεια της με την οποία έχει αποξενωθεί από τότε που άφησε τη γενέτειρα της. Θα πρέπει να κάνει μια γενναία βουτιά στο παρελθόν της, το οποίο της άφησε πολλά τραύματα που δεν έχουν επουλωθεί ακόμα. Μήπως τώρα είναι η κατάλληλη ευκαιρία;

Το «Αιχμηρά αντικείμενα» δεν είναι ένα ευχάριστο βιβλίο, παρόλο που διαβάζεται πολύ γρήγορα και εμένα τουλάχιστον δεν με κούρασε καθόλου. Έχει μια ιδιαίτερη νοσηρότητα και μια βία ( τόσο ψυχολογική όσο και σωματική) που μπορεί να φέρει σε δυσκολη θέση κάποιους αναγνώστες. Ούτε τους ήρωες τους λες και ιδιαίτερα συμπαθητικούς. Ωστόσο μου άρεσε πολύ και σίγουρα θα ψάξω και τα επόμενα βιβλία της.

Στα αρνητικά θα έβαζα το ότι μπορείς εύκολα να καταλάβεις ποιος είναι ο δολοφόνος και το γεγονός ότι προσωπικά δεν θα το χαρακτήριζα ως ένα αμιγώς αστυνομικό μυθιστόρημα. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες για το ποια είναι τα δικά μου κριτήρια για να θεωρήσω ένα βιβλίο αστυνομικό γιατί θα μας πάρει πολύ χρόνο και χώρο. Θα πω όμως πως για εμένα δεν αρκεί να μου βάλεις ένα θύμα και έναν αστυνομικό να ρωτάει τους υπόπτους που βρίσκονταν την ώρα του φόνου. Θα πρότεινα λοιπόν σε όσους δεν το έχουν διαβάσει ακόμη να το αντιμετωπίσουν ως ένα κοινωνικό βιβλίο, το οποίο έχει δράση και αρκετή αγωνία.

Και για αυτό ακριβώς μου άρεσε: για τα κοινωνικά μηνύματα που ήθελε να περάσει η συγγραφέας και για τις σχέσεις που κατάφερε να δημιουργήσει ανάμεσα στους χαρακτήρες της ( που μπορεί σε κάποιους να φαίνονται ακραίες αλλά στις περίεργες εποχές που ζούμε μάλλον πλέον είναι όλα πιθανά). Η Flynn εστιάζει στην ανθρώπινη ψυχή, την τόσο ευάλωτη και εύθραυστη , και μας θυμίζει πως ( κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες) είμαστε ικανοί για όλα.

Τέλος, έμαθα πως το εν λόγω βιβλίο μεταφέρθηκε και στη μικρή οθόνη ως μίνι σειρά με πρωταγωνίστρια την Amy Adams και με την πρώτη ευκαιρία έχω βάλει στο πλάνο μου να την παρακολουθήσω για να δω πώς αποδόθηκε τόσο η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος όσο και οι χαρακτήρες του.

Παρουσίαση: «Γιοι και εραστές» του D.H Lawrence

Πολλά είναι εκείνα τα βιβλία στα οποία ο αναγνώστης καλείται να καταβάλει προσπάθεια ώστε να αντιληφθεί το βαθύτερο νόημα ( ή το μήνυμα αν θέλετε) που κρύβεται πίσω από τις λέξεις που χρησιμοποιεί ο/η εκάστοτε συγγραφέας ή να αποκωδικοποιήσει την πλοκή. Το «Γιοι και εραστές» του D.H Lawrence (βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση της Βάσιας Τζανακάρη) δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Το κίνητρο για τη δημιουργία του εν λόγω μυθιστορήματος είναι ξεκάθαρο τόσο από το οπισθόφυλλο όσο και από όλη την υπόθεση του. Ο Lawrence αποφάσισε να γράψει κάτι για να μιλήσει για το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα και τις διαφορετικές μορφές με τις οποίες αυτό μπορεί να εκδηλωθεί.

Η κυρία Μορέλ δεν είναι ευχαριστημένη με τον άντρα της. Τα βράδια αφού εκείνος σχολάσει από το ορυχείο στο οποίο δουλεύει, πηγαίνει σε μαγαζιά και πίνει με τους φίλους του. Πολύ συχνά έχει βίαια ξεσπάσματα τόσο προς εκείνη όσο και τα παιδιά του. Εκείνα δεν τον αγαπούν και υπάρχουν στιγμές που φτάνουν στο σημείο μέχρι και να τον μισούν και να εύχονται να ήταν νεκρός. Ο ένας εκ των γιων, ο Πολ, υποφέρει που βλέπει τη μητέρα του να βασανίζεται. Έτσι αποφασίζει να τη φροντίζει όσο πιο πολύ μπορεί και να της προσφέρει όλη την αγάπη που δεν έχει λάβει από τον άντρα της. Και εκείνη όμως αγκιστρώνεται πάνω του. Τον ξεχωρίζει από όλα της τα παιδιά και πλέον είναι αυτός που δίνει νόημα στη ζωή της. Τα πράγματα όμως αρχίζουν να περιπλέκονται όταν ο Πολ αρχίζει να συνάπτει τις πρώτες του σχέσεις με γυναίκες και νιώθει το φάντασμα της μητέρας του πάνω του σαν σκιά έτοιμη να κατακρίνει την οποία επιλογή του.

Είναι φανερό πως το εν λόγω μυθιστόρημα δεν ανήκει στην κατηγορία των «feel good» βιβλίων. Ο συγγραφέας μας θυμίζει ( με έναν ίσως οδυνηρό τρόπο) πως μια οικογένεια είναι ικανή για το καλύτερο αλλά ταυτόχρονα και για το χειρότερο ( είτε άθελα της είτε ηθελημένα). Μια οικογένεια παρότι υποτίθεται πως είναι ένας πυρήνας αγάπης και ζεστασιάς μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε μια σκληρή φυλακή η οποία θα αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα της σε μια παιδική ψυχή. Πολλές φορές άλλωστε αγαπάμε με τον λάθος τρόπο ή μήπως μια τέτοια συμπεριφορά δεν μπορεί να ονομαστεί «αγάπη»; ( ένα από τα πολλά ερωτήματα που εγείρει το μυθιστόρημα).Πρίν καιρό εξάλλου είχα διαβάσει ένα άρθρο το οποίο ανέφερε πως η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων επισκέπτεται έναν/μια ψυχολόγο για θέματα που σχετίζονται άμεσα με τους γονείς τους. Σίγουρα θα έχουμε πέσει σε περιπτώσεις ανθρώπων οι οποίοι σε συζητήσεις έχουν πει «εγώ το παιδί μου το βάζω πάνω από όλα και ποτέ δεν θα του έκανα κάτι τέτοιο» (ή μπορεί να το έχουμε πει και οι ίδιοι). Κι όμως με τις κατάλληλες συνθήκες τα πάντα είναι πιθανά.

Μου έκανε εντύπωση το πόσο πετυχημένα κατάφερε να διεισδύσει στην ανθρώπινη ψυχή ο συγγραφέας. Υπήρχαν στιγμές μάλιστα που έλεγα πως σίγουρα έχει σπουδάσει ψυχολογία και απλά μας το κρύβει. Η αλήθεια είναι όμως πως και ο ίδιος είχε βιώσει περίεργες καταστάσεις στο σπίτι του οπότε γνωρίζει κάποια πράγματα παραπάνω και ήθελε να τα ονοματίσει για να τα ξορκίσει. Και παρόλο που το βιβλίο είχε αρκετές έως και πολλές περιγραφές, δεν με ενόχλησαν καθόλου διότι ήταν δοσμένες με ωραίο τρόπο. Πραγματικά ένιωσα πως όλα εκείνα τα τοπία της εξοχής (και όχι μόνο) που περιέγραφε ο Lawrence ζωντάνευαν μπροστά στα μάτια μου.

Εν ολίγοις, κατάλαβα γιατί παρόλο που το «Γιοι και εραστές» κυκλοφόρησε πριν από περίπου 100 χρόνια κατάφερε να με συγκινήσει : επειδή το θέμα που πραγματεύεται είναι σύγχρονο και αφορά τους πάντες ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου ή καταγωγής. Ήταν μπροστά από την εποχή του. Είναι από εκείνα τα βιβλία τα οποία μόλις τα τελειώσεις θέλεις να τα συζητήσεις για ώρες με φίλους και γνωστούς. Αναζητήστε το.

Παρουσίαση: «Το χρονικό μιας οικογένειας – Το σιντριβάνι ξεχειλίζει» της Rebecca West

Το βιβλίο της Rebecca West με τίτλο «Το Χρονικό μιας οικογένειας – Το σιντριβάνι ξεχειλίζει» κυκλοφόρησε το 1956. Πρόκειται για το πρώτο μέρος μιας τριλογίας. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση της Κλαίρης Παπαμιχαήλ.

Η πλοκή διαδραματίζεται στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Η West έγραψε ένα βιβλίο για την οικογένεια Όμπρι, η οποία έχει τέσσερα παιδιά: τον γοητευτικό Ρίτσαρντ Κουίν ( που είναι το μικρότερο μέλος της), τις δίδυμες και ταλαντούχες στη μουσική Μαίρη και Ρόουζ και τη μεγαλύτερη και φιλόδοξη Κορντίλια. Η Ρόουζ έχει αναλάβει να μας διηγηθεί την ιστορία αυτής της οικογένειας, μιας οικογένειας που δεν περνάει πολύ ευχάριστα. Και για αυτό ευθύνεται ο πατέρας, ο οποίος δεν λέει να στεριώσει σε μια δουλειά, είναι σπάταλος και πολύ συχνά καταφεύγει στον τζόγο. Εν ολίγοις δεν είναι κάποιος στον οποίο μπορείς να βασιστείς. Τόσο η μητέρα όσο και τα παιδιά το έχουν καταλάβει και φοβούνται πως τα χειρότερα είναι μπροστά τους και πως το επόμενο λάθος του θα τους οδηγήσει στην απόλυτη εξαθλίωση. Στρέφονται στη μουσική γιατί πιστεύουν πως αυτή θα τους λυτρώσει από τη φτώχεια τους και θα τους οδηγήσει σε ένα καλύτερο αύριο. Στο σημείο εκκίνησης της ιστορίας πετυχαίνουμε την οικογένεια Όμπρι σε άλλη μια μετακόμιση τους αφού για άλλη μια φορά ο πατέρας δεν στάθηκε ικανός να βρει μια δουλειά στον τόπο κατοικίας τους. Πιο συγκεκριμένα, η οικογένεια ετοιμάζεται να μετακομίσει από τη Σκωτία για να εγκατασταθεί στο Λονδίνο.

Η συγγραφέας είχε στα χέρια της μια πραγματικά πολύ καλή και πρωτότυπη ιστορία. Ωστόσο, το αποτέλεσμα δεν τη δικαίωσε. Πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο με κούρασε πάρα πολύ κυρίως λόγω της φλυαρίας του. Είναι αδικαιολόγητα μεγάλο ( περίπου 600 σελίδες) χωρίς στην ουσία να γίνεται κάτι το αξιοσημείωτο. Απλά παρατηρούμε τη ξαδέρφη της κυρίας Όμπρι να τους επισκέπτεται μαζί με την κόρη της και να περνάνε κάποιες μέρες στο σπίτι τους , τα κορίτσια να πηγαίνουν σε πάρτυ συμμαθητών τους, να παίζουν μουσική κ.ο.κ. Και μιας και έθιξα το θέμα της μουσικής αυτό είναι ένα άλλο στοιχείο που με κούρασε: υπήρχαν αρκετές αναφορές σε σύνθετες και τα έργα τους.

Για να μην γίνομαι άδικος, η αλήθεια είναι πως στις τελευταίες 100 σελίδες κάτι γίνεται με τον πατέρα τους και την Κορντίλια, κάπως πάει να προχωρήσει η πλοκή. Ωστόσο, φοβάμαι πως είναι αργά και πως έχει ήδη γίνει η «ζημιά». Και οκ μπορεί εγώ να είμαι ψυχαναγκαστικός και να μην έχω παρατήσει ποτέ κάποιο βιβλίο στη μέση ( θέλω πάντα να το φτάνω μέχρι το τέλος) αλλά από όσο έχω καταλάβει η πλειοψηφία των αναγνωστών δεν λειτουργεί με το ίδιο σκεπτικό.

Δεν ξέρω αλλά δυστυχώς δεν ένιωθα χαρά καθώς το διάβαζα. Δεν ένιωθα να το απολαμβάνω. Ήταν πολύ άνευρο και «άχρωμο» για τα δεδομένα μου. Θα ήθελα πάρα πολύ να ακούσω και τη δική σας άποψη σε περίπτωση που το έχετε διαβάσει.

Παρουσίαση: «Πάρα πολλή ευτυχία» της Alice Munro

Η καινούρια αναγνωστική χρονιά μπορώ να πω ότι ξεκίνησε πολύ δυναμικά. Πιο συγκεκριμένα, ολοκλήρωσα τη συλλογή διηγημάτων «Πάρα πολλή ευτυχία» της Alice Munro που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση της Σοφίας Σκουλικάρη.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι η Munro κέρδισε το 2013 το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Στο «Πάρα πολλή ευτυχία» περιλαμβάνονται δέκα διηγήματα τα οποία αφορούν γενικότερα τις ανθρώπινες σχέσεις ( για παράδειγμα σχέσεις παιδιού- γονιού, ερωτικές σχέσεις και πώς αυτές επηρεάζονται με το πέρασμα του χρόνου κ.ο.κ).Δεν μπορώ να πω ότι ως επί το πλείστον είναι ευχάριστες ιστορίες, αν σκεφτώ λόγου χάρη ότι η μία από αυτές αναφέρεται σε μια γυναίκα η οποία χάνει και τα δύο της παιδιά και μια άλλη αναφέρεται σε παιδιά που φέρονται βίαια σε άλλα παιδιά ( δεν μπορώ να κάνω spoiler). Και μπορεί όπως προανέφερα να μην είναι ευχάριστες, είναι όμως πολύ δυνατές και σίγουρα σε βάζουν σε σκέψεις. Αυτό που τις κάνει δυνατές δεν είναι τόσο η πλοκή τους αλλά ο ιδιαίτερος τρόπος που είναι γραμμένες.Δεν μπορώ να σας το εξηγήσω περαιτέρω αλήθεια, μόνο εάν τις διαβάσετε και εσείς θα καταλάβετε τι εννοώ. Θα αρκεστώ να πω πως μεγαλύτερη σημασία στα εν λόγω διηγήματα δεν έχουν αυτά που γράφει η Munro αλλά αυτά που υπονοεί, αυτά που αναγκάζει τον αναγνώστη να φανταστεί , κάτι εξάλλου που κάνει και ο Raymond Carver και μου τον θύμισε πολύ ( και αυτό το λέω προφανώς για καλό).

Μου έκανε θετική εντύπωση το πόσο καλά φαίνεται πως η Munro γνωρίζει την ανθρώπινη ψυχολογία και εν τέλει το ότι πέτυχε να δημιουργήσει ρεαλιστικούς και ευάλωτους χαρακτήρες.Για την ιστορία να πω πως ξεχώρισα τα «Διαστάσεις», «Για παιχνίδι» και «Βαθιές-τρύπες».

Εν ολίγοις, αυτή ήταν η πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με τον ξεχωριστό κόσμο της Munro και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία. Μπορώ να πω ότι δικαιωματικά κέρδισε το Νόμπελ. Πραγματικά θεωρώ πως αξίζει να την «γνωρίσετε» και εσείς σε περίπτωση που δεν το έχετε κάνει μέχρι τώρα.

Παρουσίαση: «Η ακολουθία του κακού» της Χρύσας Σπυροπούλου

Το τελευταίο διάστημα χαίρομαι ιδιαίτερα γιατί παρατηρώ πως το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από το αντίστοιχο του εξωτερικού. Μια τέτοια περίπτωση είναι και η «Ακολουθία του κακού» της Χρύσας Σπυροπούλου, βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Σε αυτό, η αστυνόμος Όλια Γεωργίου καλείται να δώσει απαντήσεις για τον θάνατο του Πέτρου Αθανασίου , ενός ευκατάστατου επιχειρηματία. Όλα δείχνουν πως πρόκειται για αυτοκτονία. Όταν όμως και ένα μέλος από τον φιλικό κύκλο του Αθανασίου πεθαίνει σε ένα αυτοκινητικό δυστύχημα, οι υποψίες της Γεωργίου επιβεβαιώνονται. Κάποιος για τους δικούς του λόγους, τους ήθελε και τους δύο νεκρούς. Πρόκειται άραγε για το ίδιο άτομο;

Έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο το οποίο διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα. Δεν με κούρασε και δεν ένιωθα να κάνει κάποια κοιλιά. Είχε πολλούς υπόπτους, γρήγορη δράση και πολύ συχνά έπιανα τον εαυτό μου να σκέφτεται «α ο τάδε το έκανε» και λίγο μετά να αλλάζω γνώμη αφού ένα νέο στοιχείο έβγαινε στην επιφάνεια που μου άλλαζε την άποψη. Όσον αφορά τον δολοφόνο, δεν κατάφερα να τον βρω. Βρήκα μόνο ένα μικρό μέρος της λύσης του μυστηρίου. Στο τέλος, υπάρχουν κάποια ερωτηματικά ( όχι ως προς τον δολοφόνο) αλλά προς την εξέλιξη στις ζωές κάποιων ηρώων, οπότε φαντάζομαι με αυτόν τον τρόπο η συγγραφέας μας κλείνει το μάτι ότι έπεται συνέχεια .

Μου άρεσε γιατί είναι ένα σύγχρονο «ελληνικό» βιβλίο. Αναφέρθηκα στην «ελληνικότητα» του βιβλίου διότι τα πάντα σε αυτό ( από τους υπόπτους, το κίνητρο κτλ) θυμίζουν Ελλάδα. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, τα ξένα αστυνομικά μυθιστορήματα έχουν συνήθως πιο πολύ splatter, πιο εξειδικευμένους τρόπους έρευνας και ανάκρισης και προσωπικά σπάνια να ταυτιστώ μαζί τους. Όμως, μπορώ να πω ότι ταυτίστηκα με την «Ακολουθία του κακού». Η πλοκή διαδραματίζεται την περίοδο του COVID (άλλο ένα στοιχείο που κάνει το βιβλίο σύγχρονο). Κάτι άλλο που μου έκανε θετική εντύπωση είναι ότι πρωταγωνιστής /αστυνόμος αυτή τη φορά δεν είναι ένας μάτσο ( συνήθως αλκοολικός) άντρας αλλά μια γυναίκα , χωρίς πολλά συμπλέγματα και σκοτάδια, αλλά αρκετά «φυσιολογική».

Συμπερασματικά, η «Ακολουθία του κακού» είναι σίγουρα ένα βιβλίο που θα πρότεινα στους λάτρεις του είδους. Όσο το διάβαζα, μου γεννήθηκε η επιθυμία να το έβλεπα να μεταφέρεται στη μικρή οθόνη. Θεωρώ πως θα του ταίριαζε απόλυτα. Ποιος ξέρει; Μπορεί κάποτε να μεταφερθεί…

Παρουσίαση: «Αγιογραφία» του Νίκου Παναγιωτόπουλου

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος με το βιβλίο του «Αγιογραφία», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, μας μεταφέρει στον νομό Αρκαδίας και πιο συγκεκριμένα στο χωριό Θερμό. Το 1940 , ο Αντώνιος Ευσταθίου κατηγορείται ότι σκότωσε τον φημισμένο ασκητή Ιωάννη τον Ορφανό, προστάτη «άγιο» του χωριού ο οποίος ήταν γνωστός σε ολόκληρη τη χώρα για τα θαύματα του. Εξήντα χρόνια αργότερα, ενώ η εκκλησία μαζεύει στοιχεία για να προχωρήσει στην αγιοποίηση του Ορφανού, ο «δολοφόνος» αποφασίζει να σπάσει τη σιωπή του και να πει όλη την αλήθεια. Μήπως άραγε ο Ευσταθίου δεν ευθύνεται για τον θάνατο του Ορφανού; Μήπως τελικά ο Ορφανός δεν ήταν τόσο άγιος αλλά είχε και αυτός τα μυστικά του;

Πρόκειται για ένα κοινωνικό ( και όχι αστυνομικό) μυθιστόρημα το οποίο διαβάζεται εύκολα και ευχάριστα. Από την υπόθεση μου κέντρισε το ενδιαφέρον και οφείλω να ομολογήσω πως μου άρεσε περισσότερο από ο,τι περίμενα. Μου άρεσε ιδιαίτερα η χρήση της ντοπιολαλιάς από τον συγγραφέα, η οποία δεν με κούρασε καθόλου και με έβαλε ακόμα περισσότερο στο κλίμα της εποχής. Έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία με κοινωνικο σχόλιο, χιούμορ και ειρωνεία. Διάβασα για ανθρώπους οι οποίοι σίγουρα υπάρχουν στα χωριά ( και όχι μόνο) και οι οποίοι με τις πράξεις τους με έβαλαν σε σκέψεις.Διάβασα για ανθρώπους οι οποίοι εξαιτίας των συνθηκών αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν μια διαφορετική πορεία από ο,τι ίσως είχαν σχεδιάσει.

Παρόλο που δεν μπορώ να μπω στο μυαλό του συγγραφέα, εκτιμώ πως δεν έγραψε το εν λόγω βιβλίο για να μας αποτρέψει από το να πιστεύουμε στην οποιαδήποτε θρησκεία. Προσωπικά, δεν το βρήκα καθόλου βλάσφημο. Κατηγορούνται τα πρόσωπα που εκμεταλλεύονται τα πάντα ( για παράδειγμα τη θρησκεία) για δικό τους όφελος. Ο κύριος Παναγιωτόπουλος έγραψε μια ιστορία με συμβολισμούς. Για παράδειγμα, ας αναρωτηθούμε πόσες φορές δεν έχουμε παθιαστεί με έναν καλλιτέχνη, με έναν αθλητή, μια ομάδα, ένα πολιτικό πρόσωπο, μια πολιτική παράταξη κ.ο.κ. Πόσες φορές (ενδεχομένως λόγω έλλειψης αυτοπεποίθησης) δεν έχουμε αποδώσει ιδιότητες σε ένα άτομο που είναι παραπάνω από όσο μπορεί να αντέξει φορτώνοντας το με ένα μεγάλο βάρος; Και πόσες φορές, μόλις αντιληφθούμε πως το άτομο που θαυμάζουμε υπέπεσε σε ένα σοβαρό σφάλμα, δεν έχουμε βιαστεί να το αποκαθηλώσουμε από τον θρόνο που εμείς οι ίδιοι το έχουμε τοποθετήσει; Μην το πάμε μακριά. Πριν λίγους μήνες η κοινωνία δεν είχε νευριάσει με διάφορους «celebrities» και το Twitter δεν είχε γεμίσει με hashtags του τύπου «cancel εκείνον», «cancel εκείνη» κτλ; Άρα μήπως ο φανατισμός στο καθετί θολώνει την κρίση μας και δεν προσφέρει τίποτα χρήσιμο; Μήπως αντί να έχουμε πίστη και να «θεοποιούμε» άλλους, να έχουμε πίστη στις δικές μας δυνάμεις και την ψυχή μας; Εν ολίγοις, η «Αγιογραφία» κατάφερε να με προβληματίσει και θεωρώ πως θα προβληματίσει και όλους όσοι το διαβάσουν. Ανήκει στα βιβλία που όντως δίνει τροφή για σκέψη.

Παρουσίαση : «Τρυφερή είναι η νύχτα» του Francis Scott Fitzgerald

Το “Τρυφερή είναι η νύχτα” είναι το τέταρτο και τελευταίο μυθιστόρημα που πρόλαβε να ολοκληρώσει ο Francis Scott Fitzgerald , λίγο πριν τον πρόωρο θάνατο του, το 1940. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1934, ενώ στα Ελληνικά, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο , σε μετάφραση και επίμετρο του Μιχάλη Μακρόπουλου.

Το 1917,ο πολλά υποσχόμενος Αμερικανός ψυχίατρος Ρίτσαρντ (ή αλλιώς Ντικ) Ντάιβερ , ο οποίος ετοιμάζεται δειλά-δειλά να ξεκινήσει την καριέρα του, φτάνει στη Ζυρίχη. Σε μια ψυχιατρική κλινική που διευθύνει ένας φίλος του, γνωρίζει τη Νικόλ, μια κοπέλα η οποία υποφέρει από διάφορες νευρώσεις εξαιτίας της σεξουαλικής κακοποίησης που υπέστη, από τον πατέρα της. Την αναλαμβάνει ως ασθενή, την ερωτεύεται (;) και οι δυο τους παντρεύονται λίγο καιρό μετά. Ζουν μέσα στα πλούτη, διοργανώνουν μυθικά parties , ταξιδεύουν και εμπνέουν θαυμασμό. Όπως προαναφέρθηκε, η πλοκή ξεκινάει το 1917 (λίγο πριν το τέλος δηλαδή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου) και τελειώνει στο 1930. Το κυριότερο μέρος της ιστορίας, εν ολίγοις, διαδραματίζεται στην περίοδο του Μεσοπολέμου. Είναι η περίοδος όπου οι άνθρωποι έχουν κουραστεί από όλη αυτή τη φρίκη και έχουν ανάγκη για διασκέδαση, εφήμερες απολαύσεις, φήμη, δόξα και χρήμα. Έτσι λοιπόν και το ζευγάρι δημιουργεί ένα ψέμα, μια φούσκα, η οποία είναι θέμα χρόνου να σπάσει με απρόβλεπτες συνέπειες. Σε αυτό, θα βοηθήσει και η Ρόζμαρι , μια νεαρή 17χρόνη ηθοποιός, η οποία γνωρίζει το ζευγάρι και αναστατώνει την καθημερινότητα τους. Οι πρωταγωνιστές μας αρχίζουν να συνειδητοποιούν πόσο ευάλωτοι είναι και πως το τέλος δεν μπορεί να είναι ευοίωνο.

Αναμφίβολα, η σχέση Ντικ- Νικόλ είναι επηρεασμένη και έχει πολλά κοινά από τον γάμο του ίδιου του συγγραφέα με την Zelda Sayre, η οποία είχε διαγνωστεί με σχιζοφρένεια και μπαινοέβγαινε σε ψυχιατρικές κλινικές.

Παρόλο που η ιδέα του Fitzgerald είναι πραγματικά εξαιρετική (άνθρωποι με νευρώσεις που καταλήγουν στην αυτοκαταστροφή και οι οποίοι αποδόθηκαν πολύ ωραία από τον συγγραφέα), θα έλεγα πως δεν τη χειρίστηκε σωστά. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου χαρακτηρίζεται από μια βραδύτητα, μονοτονία και έλλειψη ρυθμού. Δεν ξέρω αλλά δεν κατάφερε να με κρατήσει σε εγρήγορση, παρά μονάχα στις τελευταίες 100 σελίδες.

Επίσης, εξαιτίας του ότι η πλοκή διαδραματίζεται σε πολλές χώρες, όπως για παράδειγμα Ελβετία, Γαλλία, Ιταλία και Αμερική αντιμετώπισα δυσκολία στο να θυμάμαι κάθε φορά που βρίσκονται οι πρωταγωνιστές.

Ωστόσο, επειδή πραγματικά θεωρώ πως πρόκειται για ένα πολύ ξεχωριστό έργο και νιώθω πως το αδίκησα (παραδέχομαι πως μπορεί να μην ήταν η κατάλληλη χρονική περίοδος για εμένα για να καταλάβω την αξία του) , είμαι σίγουρος πως στο μέλλον θα επιστρέψω με την πρώτη ευκαιρία σε αυτό, για να του δώσω μια δεύτερη ευκαιρία.