Ο Αλέξης Πανσέληνος έχει ένα πλούσιο λογοτεχνικό έργο και έχει λάβει μια πληθώρα λογοτεχνικών βραβείων ( ανάμεσα τους και το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος). Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες. Ωστόσο οφείλω να είμαι ειλικρινής, δεν τον είχα ακουστά – δυστυχώς.
Η πρώτη μου επαφή μαζί του έγινε με τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Ιστορίες με σκύλους». Πρόκειται για μια συλλογή η οποία κυκλοφόρησε το 1982 από άλλον εκδοτικό οίκο και επανακυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Στην εν λόγω συλλογή θα διαβάσουμε τέσσερα εκτενή διηγήματα. Οι ιστορίες που δημιούργησε ο συγγραφέας έχουν να κάνουν κυρίως με τον έρωτα, τη μοναξιά και το πέρασμα του χρόνου. Στις τρεις από αυτές, πέρα από ανθρώπους θα συναντήσουμε και ζώα πολλές φορές με πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ζώα που μιλάνε, που αισθάνονται περισσότερο από τους ανθρώπους και που καταλαβαίνουν περισσότερα από εκείνους. Είναι τα ζώα αυτά που φαίνεται να έχουν πιάσει το νόημα της ζωής και που έχουν ενσυναίσθηση.
Αντιθέτως, οι άνθρωποι είναι αυτοί που φέρονται παράξενα και που στο τέλος δεν καταφέρνουν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, ίσως επειδή κατά βάθος να μην το θέλουν. Όλο αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην συνάπτουν πραγματικές διαπροσωπικές σχέσεις και να ζουν μόνοι και ξένοι ο ένας με τον άλλον. Οι αναγνώστες θα δυσκολευτούν να καταλάβουν τα κίνητρα των πράξεων τους και δεν θα μπορέσουν να βρουν μια πειστική απάντηση στο γιατί οι ίδιοι οι ήρωες βάζουν εμπόδια στην ευτυχία τους και στην εκπλήρωση των ονείρων τους.
Μου άρεσε πάρα πολύ ο τρόπος γραφής και η γλώσσα που χρησιμοποίησε ο κύριος Πανσέληνος. Τα διηγήματα του κινούνται με χειρουργική ακρίβεια ανάμεσα στον πραγματικό κόσμο και τον κόσμο των ονείρων. Ειδικά την τελευταία ιστορία, το «Καλοκαιρινός κινηματογράφος» την αγάπησα πάρα πολύ και χωρίς να μπορώ, προς το παρόν τουλάχιστον, να αποκωδικοποίησω το «γιατί» , νομίζω ότι θα την κουβαλάω μέσα μου για πολύ καιρό ακόμη.
Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως δεν θα μείνω στο «Ιστορίες με σκύλους» αλλά στο άμεσο μέλλον θα αναζητώ και άλλα έργα του κυρίου Πανσέληνου. Σας προτείνω να κάνετε και εσείς το ίδιο. Αν τον διαβάσετε θεωρώ πως θα καταλάβετε και εσείς ότι διαφέρει αισθητά από τους υπόλοιπους συγγραφείς.