Παρουσίαση: «Εγώ, ο Πιερ Ριβιέρ, που έσφαξα τη μητέρα μου, την αδερφή μου και τον αδερφό μου» του Μισέλ Φουκώ

Στις 3 Ιουνίου του 1835, ο 20χρονος αγρότης Πιερ Ριβιέρ, γαλλικής καταγωγής, σκοτώνει εκ προμελέτης και εν ψυχρώ τη μητέρα του ( η οποία ήταν έγκυος στον έβδομο μήνα) , την αδερφή και τον αδερφό του, για να λυτρώσει ( όπως ο ίδιος ισχυρίζεται) τον πατέρα του από τα βάσανα του.

O ανακριτής που τον ανέλαβε τον προτρέπει να γράψει ένα υπόμνημα όπου θα περιγράφει τη δολοφονία και κυρίως θα εξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή τη φρικτή πράξη. Ο Πιερ υπακούει και γράφει ένα αναλυτικό υπόμνημα περίπου 50 σελίδων. Ο Μισέλ Φουκώ και οι συνεργάτες του στο Collège de France μελέτησαν την υπόθεση και το υπόμνημα του Ριβιέρ και έγραψαν σε ένα βιβλίο κάποιες πρώτες παρατηρήσεις και σχόλια. Το βιβλίο αυτό έχει τον τίτλο «Εγώ, ο Πιερ Ριβιέρ, που έσφαξα τη μητέρα μου, την αδερφή μου και τον αδερφό μου…», (μια περίπτωση μητροκτονίας- αδελφοκτονίας το 19ο αιώνα) και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος σε μετάφραση του Γιάννη Οικονόμου και επίμετρο του Θανάση Λάγιου.

Στο εν λόγω βιβλίο θα βρούμε αναλυτικά την ανάκριση του Ριβιέρ από τις αστυνομικές αρχές, κάποιες μαρτυρίες από ανθρώπους που τον ήξεραν, άρθρα εφημερίδων εκείνης της εποχής, τις γνωματεύσεις των ψυχολόγων που τον εξέτασαν (οι οποίες διέφεραν μεταξύ τους) , διάφορα στοιχεία της δικογραφίας, την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου, την απονομή χάριτος που δόθηκε στον Πιερ από τον βασιλιά και φυσικά τις επισημάνσεις του Φουκώ και των συνεργατών του.

Στην ουσία όπως γίνεται σαφές από το ίδιο το βιβλίο το πιο δύσκολο κομμάτι κατά τη διάρκεια της δίκης ήταν να αποδειχθεί κατά πόσο ο Ριβιέρ είχε τα λογικά του όταν διέπραξε τους φόνους ή όχι. Εν ολίγοις, σε αυτό το έγκλημα τα όρια της λογικής και της τρέλας δεν μπόρεσαν να διαχωριστούν καθαρά από τους υπεύθυνους. Ο Φουκώ και οι συνεργάτες του δεν σκοπεύουν με αυτή τη συλλογική δουλειά να βγάλουν μια απόφαση και να ανακοινώσουν επίσημα στους αναγνώστες τους εάν ο Πιερ Ριβιέρ ήταν τρελός ή όχι. Εκεί που αποσκοπούν είναι να δείξουν τα παιχνίδια εξουσίας που έπαιξε ο δικαστικός, ιατρικός και ψυχιατρικός μηχανισμός. Οι λέξεις έχουν δύναμη και ο καθένας από αυτούς τους επαγγελματίες επιλέγει πολύ προσεκτικά τον λόγο που θα χρησιμοποιήσει για να μας πείσει ότι η δική του εκδοχή ισχύει ενώ παράλληλα αγνοεί και προσπερνάει σκοπίμως στοιχεία που ενδεχομένως να αντικρούσουν την άποψη του. Δεν ξέρω αλλά μου δόθηκε αρκετές φορές η εντύπωση πως οι αρμόδιοι ξεχνούσαν πως είχαν να κάνουν με τρία ( και αν προσθέσουμε και το μωρό τέσσερα) θύματα και έδιναν περισσότερη βαρύτητα στο να αποδείξουν πως εκείνοι μονάχα έβλεπαν την ιστορία από τη σωστή πλευρά.

Ήταν μια δική με μεγάλο ενδιαφέρον διότι ήταν η περίοδος που σιγά σιγά η ψυχιατρική αρχίζει και απαιτεί να παίζει ενεργό ρόλο στο κοινωνικό γίγνεσθαι και να συμμετέχει και εκείνη στις αποφάσεις του κράτους που αφορούν τους πολίτες.

Η αλήθεια είναι πως μετά από κάποιο σημείο το βιβλίο θέλει προσοχή και συγκέντρωση , ιδιαίτερα στο κομμάτι των σχολίων. Προσωπικά όμως, αφού τα διάβασα επέστρεψα στο υπόμνημα του Ριβιέρ και το ξανά διάβασα υπό άλλο πρίσμα.

Αξίζει να σημειωθεί πως το 1974 αυτή η αληθινή ιστορία μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο υπό τη σκηνοθετική ματιά του René Allio.

Εν ολίγοις, έχουμε να κάνουμε με ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο το οποίο γοητεύει γιατί κανένας μέχρι τώρα δεν έχει καταφέρει να αποκωδικοποιήσει στο 100% το πραγματικό μήνυμα του Πιερ Ριβιέρ. Το υπόμνημα του παραμένει ένα αίνιγμα που αναζητά τη λύση του. Όπως έγραψε ο ίδιος ο Ριβιέρ στο κείμενο που παρέδωσε στην αστυνομία «… αλλά το μόνο που ζητάω είναι να καταλαβαίνει ο άλλος αυτό που θέλω να πω. Με αυτή την ιδέα στο μυαλό, το έγραψα όσο μπορούσα καλύτερα». Ποιος ξέρει; Ίσως μετά από περίπου 190 χρόνια επιτέλους βρεθεί αυτός /η που θα διαβάσει το υπόμνημα του μόνο και μόνο για να τον ακούσει και να μπει στην ψυχή του και όχι για να κρίνει και να βγάλει μια απόφαση… Και σε αυτόν/η ο Ριβιέρ θα φανερώσει όλες τις πολυπόθητες απαντήσεις.

Παρουσίαση: «Ψηφιακά όνειρα» του Νίκου Τσιπόκα

Πριν λίγες μέρες σας είχα παρουσιάσει τη συλλογή διηγημάτων του Νίκου Τσιπόκα με τίτλο «Τα αχνά φώτα της Μάρφα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος. Μου άρεσε πολύ ο τρόπος γραφής του και οι ιστορίες που δημιούργησε, επομένως το να διαβάσω και την καινούρια του συλλογή ήταν μονόδρομος. Κυκλοφορεί και αυτή από τις εκδόσεις Κέδρος με τον τίτλο «Ψηφιακά όνειρα».

Σε αυτή θα διαβάσουμε τριάντα διηγήματα. Θα διαβάσουμε για ανθρώπους οι οποίοι ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο, για γυναίκες που παλεύουν πότε με τη μοναξιά τους και πότε με την άνοια, για έναν άντρα ο οποίος περιμένει πώς και πώς ένα δέμα που έχει παραγγείλει, για ένα παιδί που στον ουρανό βλέπει διαστημόπλοια και άλλους εξίσου ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Ξεχώρισα τα «Ανθοδέσμη», «Ι/5», «Νόρα», «Δονούσα» , «Λούνα Παρκ» και «Κεφαλιά-Ψαράκι».

Ο συγγραφέας ως επί το πλείστον απευθύνεται στους ίδιους τους ήρωες του σε β’ ενικό πρόσωπο. Όλες οι ιστορίες του κυρίου Τσιπόκα ( ακόμα και αυτές που μου άρεσαν λιγότερο) κρύβουν μέσα τους μια τρυφερότητα και μια αλήθεια που δύσκολα μπορούν να σε αφήσουν ασυγκίνητο. Οι αφηγηματικές του τεχνικές βρίσκονται σε ένα ιδαίτερα υψηλό επίπεδο.

Κάτι άλλο που μου άρεσε είναι πως πολλές φορές το τέλος των ιστοριών μένει ανοιχτό, κάτι που δίνει στους αναγνώστες την ευκαιρία να συμμετέχουν ενεργά και εκείνοι με έναν τρόπο στη διαδικασία της συγγραφής και να δώσουν το τέλος που οι ίδιοι κρίνουν ως το πιο κατάλληλο και να οδηγήσουν τους ήρωες εκεί όπου κατά τη γνώμη τους θα είναι καλύτερα.

Όπως και να έχει, πιστεύω ειλικρινά πως τόσο «Τα αχνά φώτα της Μάρφα» όσο και τα «Ψηφιακά όνειρα» δεν ανήκουν στην κατηγορία εκείνων των βιβλίων που μόλις τα διαβάσεις, τελειώνεις μαζί τους οριστικά. Αντιθέτως, επιστρέφεις ξανά σε αυτά είτε νοερά είτε με μια δεύτερη ανάγνωση. Αξίζει σίγουρα την προσοχή σας.

Παρουσίαση: «Ιστορίες με σκύλους» του Αλέξη Πανσέληνου

Ο Αλέξης Πανσέληνος έχει ένα πλούσιο λογοτεχνικό έργο και έχει λάβει μια πληθώρα λογοτεχνικών βραβείων ( ανάμεσα τους και το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος). Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες. Ωστόσο οφείλω να είμαι ειλικρινής, δεν τον είχα ακουστά – δυστυχώς.

Η πρώτη μου επαφή μαζί του έγινε με τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Ιστορίες με σκύλους». Πρόκειται για μια συλλογή η οποία κυκλοφόρησε το 1982 από άλλον εκδοτικό οίκο και επανακυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Στην εν λόγω συλλογή θα διαβάσουμε τέσσερα εκτενή διηγήματα. Οι ιστορίες που δημιούργησε ο συγγραφέας έχουν να κάνουν κυρίως με τον έρωτα, τη μοναξιά και το πέρασμα του χρόνου. Στις τρεις από αυτές, πέρα από ανθρώπους θα συναντήσουμε και ζώα πολλές φορές με πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ζώα που μιλάνε, που αισθάνονται περισσότερο από τους ανθρώπους και που καταλαβαίνουν περισσότερα από εκείνους. Είναι τα ζώα αυτά που φαίνεται να έχουν πιάσει το νόημα της ζωής και που έχουν ενσυναίσθηση.

Αντιθέτως, οι άνθρωποι είναι αυτοί που φέρονται παράξενα και που στο τέλος δεν καταφέρνουν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, ίσως επειδή κατά βάθος να μην το θέλουν. Όλο αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην συνάπτουν πραγματικές διαπροσωπικές σχέσεις και να ζουν μόνοι και ξένοι ο ένας με τον άλλον. Οι αναγνώστες θα δυσκολευτούν να καταλάβουν τα κίνητρα των πράξεων τους και δεν θα μπορέσουν να βρουν μια πειστική απάντηση στο γιατί οι ίδιοι οι ήρωες βάζουν εμπόδια στην ευτυχία τους και στην εκπλήρωση των ονείρων τους.

Μου άρεσε πάρα πολύ ο τρόπος γραφής και η γλώσσα που χρησιμοποίησε ο κύριος Πανσέληνος. Τα διηγήματα του κινούνται με χειρουργική ακρίβεια ανάμεσα στον πραγματικό κόσμο και τον κόσμο των ονείρων. Ειδικά την τελευταία ιστορία, το «Καλοκαιρινός κινηματογράφος» την αγάπησα πάρα πολύ και χωρίς να μπορώ, προς το παρόν τουλάχιστον, να αποκωδικοποίησω το «γιατί» , νομίζω ότι θα την κουβαλάω μέσα μου για πολύ καιρό ακόμη.

Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως δεν θα μείνω στο «Ιστορίες με σκύλους» αλλά στο άμεσο μέλλον θα αναζητώ και άλλα έργα του κυρίου Πανσέληνου. Σας προτείνω να κάνετε και εσείς το ίδιο. Αν τον διαβάσετε θεωρώ πως θα καταλάβετε και εσείς ότι διαφέρει αισθητά από τους υπόλοιπους συγγραφείς.

Παρουσίαση: «Δεν είμαι εγώ, τ’ ορκίζομαι» του Βαγγέλη Γονιδάκη

Σήμερα το πρόγραμμα έχει άλλη μια συλλογή διηγημάτων. Πιο συγκεκριμένα θα σας μιλήσω για το νέο εγχείρημα του Βαγγέλη Γονιδάκη με τίτλο «Δεν είμαι εγώ, τ’ ορκίζομαι» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.

Σε αυτή τη συλλογή θα βρούμε 20 διηγήματα, εκ των οποίων κάποια λαμβάνουν χώρα στο σήμερα και άλλα στο μακρινό παρελθόν ( για παράδειγμα σε περίοδο πολέμου). Κοινός παρονομαστής στις περισσότερες ιστορίες είναι το στοιχείο της θάλασσας, άλλοτε γαλήνιας και άλλοτε φουρτουνιασμένης. Η θάλασσα που λειτουργεί ως σύμβολο της ψυχής μας.

Κάτι άλλο που έχουν κοινό είναι πως επί το πλείστον δεν πρόκειται για ευχάριστες ιστορίες. Για παράδειγμα, θα διαβάσουμε για μετανάστες που πνίγονται στην προσπάθεια τους να αναζητήσουν ένα καλύτερο αύριο, για ανθρώπους που βασανίζονται από άνοια, για νεαρούς που καταπιέζονται από τη μητέρα τους κ.ο.κ. Ωστόσο, μπορούμε να αντλήσουμε φως και ελπίδα από μια μοναχά λέξη που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας ή από μια εικόνα που «ζωγραφίζει». Γιατί αν έπρεπε να χαρακτηρίσω με μια λέξη τους ήρωες του κυρίου Γονιδάκη αυτή θα ήταν το «πείσμα». Όσο πάτο κι αν έχουν πιάσει , όσο δύσκολες καταστάσεις κι αν βιώνουν, είναι αποφασισμένοι να κάνουν τα πάντα για να βγουν αλώβητοι και να μην γίνουν κάτι που δεν θα είναι ο εαυτός τους, κάτι ξένο, κάτι που θα τους φοβίσει. Για αυτό άλλωστε ο αναγνώστης μπορεί να ταυτιστεί μαζί τους και να εντοπίσει σε αυτούς κομμάτια του χαρακτήρα του.

Πρέπει να ομολογήσω πως στην αρχή ήμουν κάπως επιφυλακτικός. Περίμενα ότι θα συναντήσω μια συλλογή διηγημάτων όπως όλες οι άλλες. Κι όμως, βρήκα κάτι στον τρόπο γραφής, κάτι στους ήρωες που δημιούργησε ο συγγραφέας που δεν το συναντώ πολύ εύκολα. Από όλες τις ιστορίες ξεχώρισα τις «Παγωμένο μπυράλ» ,»Ουρλιαχτό» , «Με σπασμένο φτερό», «Στα βαθιά» , «Το βλέμμα μιλάει» και το ομότιτλο.

Εν κατακλείδι, τα διηγήματα του κυρίου Γονιδάκη έχουν γρήγορο ρυθμό και αμεσότητα. Ο αναγνώστης εμπλέκεται και εκείνος ενεργά στο παιχνίδι αφού μπαίνει στη διαδικασία να σκεφτεί τι συνέβη προηγουμένως και τι θα συμβεί στη συνέχεια. Σας προτείνω να τους δώσετε μια ευκαιρία.

Παρουσίαση: «Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι» του Oscar Wilde

Είχα διαβάσει κάποτε, δυστυχώς δεν θυμάμαι ποιος το είχε σχολιάσει, πως όσον αφορά τα βιβλία που θεωρούνται κλασσικά δεν τα διαβάζουμε όχι επειδή τα σνομπάρουμε αλλά επειδή έχουν συζητηθεί τόσο πολύ και οι υποθέσεις τους έχουν αναλυθεί διεξοδικά που νομίζουμε ότι ξέρουμε περί τίνος πρόκειται. Έτσι όμως χάνουμε την ευκαιρία να αποκτήσουμε μια εμπεριστατωμένη άποψη για το εκάστοτε έργο και του αρνούμαστε τη δυνατότητα να μας «μιλήσει». Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του «Πορτρέτου του Ντόριαν Γκρέι» του Oscar Wilde διαπίστωσα πόσο εύστοχο ήταν το εν λόγω σχόλιο.

Πρόκειται για ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν από παραπάνω 100 χρόνια και πιο συγκεκριμένα το 1891. Στα Ελληνικά έχει κυκλοφορήσει κατά καιρούς από διάφορους εκδοτικούς οίκους και διάφορες μεταφράσεις. Σήμερα σας παρουσιάζω τη μετάφραση που ανέλαβε η Γωγώ Αρβανίτη για λογαριασμό των εκδόσεων Μεταίχμιο.

Η υπόθεση είναι γνωστή στους περισσότερους. Ο Ντόριαν Γκρέι είναι ένας όμορφος και γοητευτικός νεαρός. Η ομορφιά του δεν αφήνει ασυγκίνητο κανέναν άντρα και καμιά γυναίκα. Ο ζωγράφος Μπάζιλ Χόλγουορντ εντυπωσιάζεται και αυτός από το παραστατικό του και ζωγραφίζει το πορτρέτο του. Είναι εκείνη η στιγμή που ο Ντόριαν συνειδητοποιεί πως η εμφάνιση του είναι το πιο ισχυρό του όπλο και πως με αυτό μπορεί να εξουσιάσει τους ανθρώπους. Αποφασίζει να πουλήσει την ψυχή του στον διάβολο προκειμένου να μείνει για πάντα νέος. Και έτσι γίνεται. Ο άντρας που απεικονίζει το πορτρέτο γερνάει κανονικά σε αντίθεση με τον ίδιο που μένει νέος και εξίσου όμορφος όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Με την επιρροή του φίλου του λόρδου Χένρι Γουότον παίρνει έναν δρόμο χωρίς επιστροφή προς έναν ακόλαστο τρόπο ζωής. Μήπως όμως όπως υπονοεί ο λόρδος Χένρι τα όρια του τι είναι ανήθικο είναι πολύ λεπτά; Μήπως τελικά το να ζούμε όπως εμείς οι ίδιοι θέλουμε δεν είναι τόσο αμαρτωλό και η μοναδική αμαρτία είναι να ζούμε μια «φλατ» ζωή, χωρίς εμπειρίες, έτσι όπως έχει προκαθοριστεί από άλλους; Μήπως εν τέλει το μόνο ανήθικο είναι να ζούμε σαν ζωντανοί- νεκροί;Η υψηλή τάξη της Αγγλίας θα έφριττε αν γνώριζε τι πράγματα κάνει ο Ντόριαν κυρίως τις νύχτες όταν δεν τον βλέπει κανείς. Όμως δεν ξέρει και για αυτό τον θεωρεί ακόμα τζέντλεμαν και του φέρεται με τον ανάλογο σεβασμό. Τα πράγματα που κάνει ποτέ δεν κατανομάζονται . Υπονοούνται μόνο και αυτό είναι που τα κάνει ακόμα πιο τρομερά.

Σε μια πρώτη επιδερμική ανάγνωση όντως θα σκεφτούμε πως ο Wilde έγραψε αυτό το μυθιστόρημα με αφορμή την πάλη μεταξύ νεότητας και γηρατειών, τη μάχη ανάμεσα στη δύναμη και την αδυναμία. Το μαγικό όμως με αυτό το βιβλίο είναι ότι θίγει πολλά θέματα και μπορεί να εγείρει πολλές συζητήσεις. Έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο που κατά κύριο λόγο ασχολείται με το «είναι» και το «φαίνεσθαι». Ο συγγραφέας αναφέρεται στην υποκρισία πολλών ανθρώπων οι οποίοι υποδύονται κάποιον που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα και το θάρρος μερικών να είναι ο εαυτός τους και μας θυμίζει πως η κάθε επιλογή έχει και το τίμημα της. Ένα άλλο θέμα που θίγεται είναι και αυτό της συνείδησης. Πρόκειται άραγε για ένα χαρακτηριστικό όλων των ανθρώπων ή μήπως είναι προνόμιο λίγων εκλεκτών; Άραγε ακόμα και όταν έχουμε κάνει τη χειρότερη πράξη , μπορεί η συνείδηση μας να βγει στην επιφάνεια για να μας σώσει, να μας προστατεύσει ακόμα και την τελευταία στιγμή; Τέλος , ο συγγραφέας αφιερώνει αρκετό χώρο και χρόνο για να μας κάνει να αναρωτηθούμε τι είναι πραγματικά η τέχνη και ποιος ο ρόλος της αισθητικής στην καθημερινότητα μας.

Δεν θα κρύψω ότι υπήρχαν κάποια σημεία, όχι πολλά, που βρήκα το ύφος του Wilde αρκετά πομπώδες και επιτηδευμένο. Όμως πραγματικά όλα αυτά είναι πταίσματα γιατί έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο τόσο σύγχρονο και τόσο μπροστά για την εποχή του. Στις περισσότερες σελίδες του χωρίς υπερβολή βρήκα και από μια ατάκα που μου έδωσε τροφή για σκέψη. Και νομίζω το ίδιο θα συμβεί με όλους όσους το διαβάσουν. Είναι ένα από τα λίγα βιβλία που σίγουρα στο άμεσο μέλλον θα ξανά διαβάσω.

Παρουσίαση: «Τα αχνά φώτα της Μάρφα» του Νίκου Τσιπόκα

Η τρίτη κατά σειρά συλλογή διηγημάτων του Νίκου Τσιπόκα τιτλοφορείται «Τα αχνά φώτα της Μάρφα» , περιλαμβάνει 21 διηγήματα και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.

Οι ιστορίες του χαρακτηρίζονται από τη χρήση σύγχρονης γλώσσας αλλά και από έναν έντονο και γρήγορο ρυθμό. Σε κάθε ιστορία που διάβαζα ένιωθα λες και παρακολουθούσα κάποια ταινία μικρού μήκους.

Οι ήρωες του είναι καθημερινοί και ως επί το πλείστον αναγνωρίσιμοι. Άλλοτε παλεύουν με το παρελθόν και άλλοτε συμφιλιώνονται μαζί του. Άλλοτε αναζητούν την αγάπη και άλλοτε ορμάνε χωρίς σκέψη στο πάθος και την έξαψη. Άλλοτε κατακλύζονται από ένα υπαρξιακό άγχος και άλλοτε απλά αποφασίζουν να απολαύσουν τη στιγμή.

Είναι αλήθεια πως πολύ δύσκολα σε μια συλλογή διηγημάτων θα μας εντυπωσιάσουν όλες οι ιστορίες εξίσου. Το ίδιο λοιπόν συνέβη και εδώ. Κάποιες ιστορίες κατά τη γνώμη μου ήταν πιο δυνατές και άλλες λιγότερο. Ξεχώρισα τα «Charisma» , «Η ζωή», «Άγκυρες», «Τζερμιάδο», «Μια θάλασσα», «Silver Alert» και «Lego». Ωστόσο όλες με «τσίγκλισαν» και έκαναν κάτι μέσα μου , η καθεμία με τον δικό της τρόπο. Αυτό οφείλεται και στις λέξεις που χρησιμοποιεί ο κύριος Τσιπόκας, λέξεις που δεν επιλέγονται τυχαία. Είναι λέξεις που επειδή είναι τόσο «δυνατές» , κατάφεραν στο μυαλό μου να δραπετεύσουν από το στενό πλαίσιο του βιβλίου και με έκαναν πραγματικά να δημιουργήσω με τη σειρά μου τις δικές μου ιστορίες.

Εν κατακλείδι, η «φωνή» και οι ιστορίες του κυρίου Τσιπόκα μου ταίριαξαν και με άγγιξαν περισσότερο από ό,τι περίμενα. Κατέληξα πως είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση συγγραφέα που κατ’ εμέ αξίζει την προσοχή σας. Την προηγούμενη χρονιά κυκλοφόρησε, η νέα του συλλογή διηγημάτων με τίτλο » Ψηφιακά όνειρα» πάλι από τον ίδιο εκδοτικό οίκο και την οποία θα σας παρουσιάσω στο άμεσο μέλλoν.

Παρουσίαση: «Μύθοι, παρεξηγήσεις και άβολες αλήθειες της ελληνικής ιστορίας» του Σταύρου Παναγιωτίδη

Αναμφίβολα ζούμε σε μια εποχή όπου έχουμε εύκολη και γρήγορη πρόσβαση σε όποια πληροφορία επιθυμούμε. Αναμφίβολα όμως ζούμε και στην εποχή όπου τα fake news έχουν κατακλύσει την καθημερινότητα μας. Πώς μπορούμε άραγε να ξεχωρίσουμε την πραγματική πληροφορία από την ψεύτικη; Μήπως τελικά αυτή η παραπληροφόρηση έχει ξεκινήσει από το σχολείο κιόλας όπου μάθαμε πράγματα τα οποία δεν συνέβησαν ποτέ;

Ο Σταύρος Παναγιωτίδης, με διδακτορικό στην ιστορία, αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο και να ασχοληθεί με γεγονότα τα οποία οι περισσότεροι γνωρίζουμε αλλά που όμως ποτέ δεν συνέβησαν. Ο τίτλος του εν λόγω βιβλίου είναι «Μύθοι, παρεξηγήσεις και άβολες αλήθειες της ελληνικής ιστορίας» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.

Σε αυτό του το εγχείρημα, ο κύριος Παναγιωτίδης καλύπτει γεγονότα που προέρχονται από την Αρχαία Ελλάδα, το Βυζάντιο, την περίοδο της ελληνικής επανάστασης αλλά και τη σύγχρονη εποχή. Κάποια από όσα αναφέρονται στο βιβλίο , για παράδειγμα το ότι δεν ισχύει αυτό που λένε πως για μια ψήφο η ελληνική γλώσσα δεν έγινε διεθνής γλώσσα τα γνώριζα, αλλά τα περισσότερα για να είμαι ειλικρινής δεν τα γνώριζα και πραγματικά εντυπωσιάστηκα. Δυστυχώς δεν μπορώ να πω ποιους μύθους ανακατασκευάζει ο κύριος Παναγιωτίδης γιατί έτσι στην ουσία θα σας έχω προδώσει το μισό βιβλίο. Θα αρκεστώ να πω πως ο συγγραφέας παραθέτει τις πληροφορίες με κατανοητό τρόπο και όπου το θεωρεί σκόπιμο δίνει και περισσότερες λεπτομέρειες για να ενταχθούμε όσο πιο ομαλά γίνεται στο χωροχρονικό πλαίσιο του συμβάντος κάθε φορά. Στο τέλος υπάρχουν οι αντίστοιχες πηγές και ενδεικτική βιβλιογραφία για όποιον/ α ενδιαφέρεται να εντρυφήσει περαιτέρω στο εκάστοτε ζήτημα.

Είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον και που βγαίνεις κερδισμένος όταν το ολοκληρώσεις. Συνειδητοποίησα πως το να φτάσεις στη γνώση είναι μια επίπονη και επίμονη διαδικασία που κρατάει χρόνο. Είναι κάτι που θέλει κόπο, κάτι που απαιτεί να αμφισβητείς αυτό που διαβάζεις, αυτό που σου είπανε και να είσαι διαρκώς στο ψάξιμο. Για αυτό άλλωστε είναι πιο εύκολο να παπαγαλίζουμε κάτι που διαβάζουμε, κάτι που μας είπαν γιατί δεν απαιτεί κάποια προσπάθεια από εμάς. Δεν θέλουμε να κουραστούμε. Το κυνήγι για την γνώση δεν είναι κάτι που τελειώνει με την απόκτηση ενός πτυχίου ή ενός μεταπτυχιακού αλλά συνεχίζεται ( ή τουλάχιστον θα έπρεπε να συνεχίζεται) εφόρου ζωής. Γιατί η γνώση είναι δύναμη και ένα πολύ ισχυρό όπλο στα χέρια μας.

Παρουσίαση: «Τροία» της Ηρώς Σκάρου

«Τροία» τιτλοφορείται το νέο μυθιστόρημα της Ηρώς Σκάρου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος. Αρχικά, πριν πω το οτιδήποτε, οφείλω να ομολογήσω πως βρήκα τον τίτλο πολύ ευφυή και ταιριαστό με την υπόθεση ( δεν μπορώ να δώσω παραπάνω στοιχεία για να μην κάνω άθελα μου κάποιο spoiler).

Το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από τη ζωή της Ελένης, η οποία είναι παντρεμένη και έχει δύο γιούς. Ο άντρας της είναι σύμβουλος προσωπικής ανάπτυξης και πολύ συχνά δίνει ομιλίες ως life coach για να βοηθήσει τους ανθρώπους να πετύχουν τις ανάγκες και επιθυμίες τους .Ωστόσο δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις ανάγκες της δικής του οικογένειας. Ο μεγάλος της γιος προκαλεί προβλήματα στο σχολείο του ενώ ταυτόχρονα προσδιορίζεται και ως gender fluid.Και μέσα σε όλα αυτά η Ελένη πρέπει να αντιμετωπίσει και την πεθερά της, η οποία με την παραμικρή αφορμή εισβάλει σπίτι τους για να επέμβει και να της δώσει συμβουλές πάντα με γνώμονα το καλό (;) της. Πολύ σύντομα η Ελένη θα πρέπει να πάρει μια απόφαση για το εάν θα διαιωνίσει παιρετέρω μια κατάσταση η οποία δεν τη κάνει ευτυχισμένη ή αν θα αλλάξει ριζικά τη ζωή της .

Έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ σύγχρονο μυθιστόρημα που διαβάζεται πολύ εύκολα και ευχάριστα ( χωρίς όμως να είναι ανάλαφρο). Μου έκανε επίσης θετική εντύπωση το ότι έχει έξυπνο χιούμορ. Προσωπικά πολύ σπάνια «πέφτω» πάνω σε κάποιο βιβλίο που να έχει χιούμορ και όταν συμβαίνει χαίρομαι ιδιαίτερα. Η συγγραφέας θίγει όλες εκείνες τις παθογένειες της ελληνικής οικογένειας. Η οικογένεια που περιγράφεται στις σελίδες του βιβλίου της σίγουρα υπάρχει εκεί έξω και σίγουρα κάτι θα μας θυμίσει είτε από τη δική μας οικογένεια είτε από οικογένειες που έχουμε συναντήσει κατά καιρούς.

Όσο κι αν προσπαθούμε για το αντίθετο, πάντα θα κουβαλάμε τα τραύματα που μας άφησαν μέλη της οικογένειας μας και πάντα, αν δεν πάρουμε δραστικά μέτρα όπως για παράδειγμα το να απευθυνθούμε σε κάποιον ειδικό, θα δημιουργούμε και εμείς με τη σειρά μας τραύματα σε κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας μας ή κάποιο άλλο φιλικό μας πρόσωπο. Είναι ένας φαύλος κύκλος.

Εν κατακλείδι, η κυρία Σκάρου έγραψε ένα μυθιστόρημα για τη φθορά που μοιραία αργά ή γρήγορα θα βιώσουν όλες οι σχέσεις ( είτε αυτές είναι οικογενειακές, φιλικές, ερωτικές ή επαγγελματικές). Αυτή η φθορά είναι κάτι το φυσιολογικό και δεν θα πρέπει να μας τρομάζει. Εξάλλου, πολλές φορές αυτή η φθορά μπορεί να γίνει η αφορμή να εξελιχθούμε και ένα πάμε ένα βήμα παρακάτω. Το τι θα κάνουμε για να αντιμετωπίσουμε αυτή τη φθορά δεν θα μας το απαντήσει η συγγραφέας. Είναι δική μας η ευθύνη. Αν και, μιας και μπήκε η νέα χρονιά, ίσως θα ήταν καλό ο,τι μας φθείρει και ο,τι νιώθουμε ως βάρος να το πετάμε μακριά μας. Μια ιδέα ρίχνω και εγώ 😉

Παρουσίαση : «Η κούκλα» της Yrsa Sigurdardottir

Μπορεί μια παιδική κούκλα να γίνει η αιτία να πεθάνει παραπάνω από ένας άνθρωπος; Στο μυαλό και τη φαντασία της Yrsa Sigurdardottir όλα είναι εφικτά. Το πιο πρόσφατο βιβλίο της, με τίτλο «Κούκλα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση της Βίκυς Αλυσσανδρακη.

Μια μητέρα και η κόρη της βγαίνουν βόλτα με μια βάρκα για ψάρεμα. Αντί για κάποιο ψάρι, ψαρεύουν μια κούκλα , πεταμένη στη θάλασσα. Ύστερα από τις παρακλήσεις της κόρης της, η μητέρα δέχεται να την πάρουν σπίτι τους. Την επόμενη μέρα όμως η μητέρα βρίσκεται νεκρή και η κούκλα έχει εξαφανιστεί από το σπίτι. Πέντε χρόνια μετά , ο ντετέκτιβ Χούλνταρ ερευνά σε ποιον ανήκουν κάποια ανθρώπινα οστά που βρέθηκαν στη θάλασσα, ενώ η παιδοψυχολόγος Φρέιγια ασχολείται με μια υπόθεση παιδικής κακοποίησης. Σύντομα αντιλαμβάνονται και οι δύο ότι αυτές οι υποθέσεις σχετίζονται μεταξύ τους και ότι το κλειδί του μυστηρίου βρίσκεται στα χέρια εκείνου του κοριτσιού που ήθελε απεγνωσμένα αυτή την κούκλα σπίτι του πριν πέντε χρόνια. Μόνο που το κορίτσι αυτό έχει εξαφανιστεί…. Πρόκειται για ένα βιβλίο με γρήγορη πλοκή και με κοινωνικές προεκτάσεις. Δεν με κούρασε στο διάβασμα και πολύ συχνά η Sigurdardottir δίνει και από ένα στοιχείο το οποίο εντείνει την αγωνία και σε κάνει να θες να διαβάσεις ένα ακόμη κεφάλαιο. Για άλλη μια φορά απόλαυσα το δίδυμο Χούλνταρ και Φρέιγια και παραδέχτηκα τη συγγραφέα που δεν έπεσε στην εύκολη παγίδα να δημιουργήσει έναν «βαρύγδουπο» αστυνομικό με «σκοτεινή» ζωή και προβλήματα πχ με το αλκοόλ. Ο Χούλνταρ είναι αρκετά «καθημερινός» και μου αρέσει πολύ όταν συμβαίνει αυτό στα αστυνομικά μυθιστορήματα.

Στα αρνητικά θα έλεγα ότι χρειάζεται προσοχή για να μην μπερδευτούν οι αναγνώστες ιδιαίτερα στο σημείο όπου εξηγείται πώς ένα ζευγάρι έφτασε στην Ισλανδία χωρίς να το αντιληφθεί κανείς ( δεν μπορώ να πω περισσότερα διότι θα κάνω spoiler).

Όσον αφορά το τέλος,δεν μπόρεσα να βρω ούτε τον δολοφόνο ούτε το γιατί αυτή η κούκλα ήταν τόσο ιδιαίτερη. Υπάρχει επίσης και μια ανατροπή καλά κρυμμένη. Άρα, το βιβλίο πέτυχε σίγουρα τον σκοπό του και με κράτησε ως το τέλος. Στο παρελθόν από την ίδια συγγραφέα έχω διαβάσει και σας έχω παρουσιάσει το «DNA» αλλά για να είμαι ειλικρινής, η «Κούκλα» μου άρεσε περισσότερο ( άλλο ένα θετικό στοιχείο δηλαδή). Σίγουρα σας το προτείνω αν αγαπάτε το είδος.

Παρουσίαση: «Μπιέρνσταντ» του Fredrik Backman

Πόσο ωραίο είναι να ξεκινάς ένα βιβλίο με «χλιαρές» προσδοκίες, με την σκέψη ότι απλά θα σου αρέσει ( επειδή έχεις διαβάσει και άλλα βιβλία του ίδιου συγγραφέα και ξέρεις πάνω κάτω τι να περιμένεις) και τελικά αυτό να σε ενθουσιάζει. Αυτό ακριβώς μου συνέβη με το «Μπιέρνσταντ» , το πρώτο μέρος μιας τριλογίας του Fredrik Backman. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος σε μετάφραση του Γιώργου Μαθόπουλου.

Η Μπιέρνσταντ είναι μια μικρή υποβαθμισμένη πόλη με υψηλό ποσοστό ανεργίας. Είναι μια πόλη του χόκεϊ. Οι κάτοικοι της είναι παθιασμένοι με το χόκεϊ, είτε επειδή το αγαπούν πραγματικά είτε επειδή έχουν εναποθέσει σε αυτό τις ελπίδες τους για ένα καλύτερο αύριο. Πιο συγκεκριμένα, σε λίγες ημέρες η τοπική εφηβική ομάδα χόκεϊ θα παίξει στον ημιτελικό του εθνικού πρωταθλήματος. Αν καταφέρει να περάσει στον τελικό και να κερδίσει, τότε αυτό μοιραία θα φέρει δημοσιότητα στην πόλη, περισσότερους χορηγούς και γιατί όχι περισσότερο χρήμα. Τα όνειρα όλων των κατοίκων στηρίζονται σε αυτή την εφηβική ομάδα. Όμως, λίγες ημέρες πριν τον μεγάλο αγώνα, μια βίαιη πράξη με θύμα ένα νεαρό κορίτσι της περιοχής θα έρθει να ταράξει τις ισορροπίες. Τίποτα δεν θα είναι το ίδιο από εδώ και πέρα και οι κάτοικοι της Μπιέρνσταντ θα κληθούν να πάρουν θέση. Γονείς εναντίον των παιδιών τους. Γονείς εναντίον άλλων γονιών. Παιδιά εναντίον των γονιών τους. Παιδιά εναντίον άλλων παιδιών και μια κοινωνία σε πόλεμο.

Σε μια πρώτη ανάγνωση, έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο για τις συγκινήσεις που μπορεί να προσφέρει ένα άθλημα όπως το χόκεϊ. Σε μια δεύτερη όμως ανάγνωση έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα το οποίο μας θυμίζει πόσο αλληλένδετη είναι η ζωή όλων όσων ζουν σε μια μικρή πόλη και πόσο δυσβάσταχτο είναι να προσπαθούμε συνεχώς να πραγματοποιήσουμε όνειρα που δεν είναι δικά μας αλλά άλλων. Είναι ένα βιβλίο για την τεράστια ευθύνη του να είσαι γονιός αλλά και προπονητής ( με τι αξίες μεγαλώνεις τους παίκτες σου; Τι πρωτότυπα αρρενωπότητας τους προβάλεις; Πώς τους μαθαίνεις να αντιμετωπίζουν την ήττα;) Ή για να το θέσω αλλιώς, πώς μαθαίνουν τα παιδιά τα σημαντικά πράγματα της ζωής; Από τους γονείς; Από τους δασκάλους; Από τους προπονητές; Από μόνα τους; Και ποιος είναι υπεύθυνος όταν ένα παιδί κάνει κάτι που δεν θα έπρεπε; Οι γονείς; Οι δάσκαλοι; Οι προπονητές; Ή τα ίδια τα παιδιά; Είναι ένα βιβλίο που μας θυμίζει ότι τα περισσότερα πράγματα στη ζωή ( όπως για παράδειγμα η αγάπη, το μίσος, η συγχώρεση, η εκδίκηση κ.ο.κ) είναι εύκολα και περίπλοκα ταυτόχρονα. Είναι ένα βιβλίο που μας θυμίζει ότι πολλές φορές οι φίλοι μας είναι πιο «οικογένεια» από την οικογένεια μας. Ο συγγραφέας αναφέρεται στην ανάγκη που έχουμε να νιώθουμε πως ανήκουμε κάπου αλλά και για την τάση που έχουμε να βάζουμε ταμπέλες στους ανθρώπους για να μπορούμε να τους διαχειριστούμε πιο εύκολα ( ξεχνώντας πως όλοι μας είμαστε παραπάνω από ένα πράγμα).

Ο Backman κατάφερε να δημιουργήσει υπέροχους χαρακτήρες που ξεχωρίζουν όλοι τους για την αλήθεια που κουβαλάνε μέσα τους. Έχουν όλοι τους αποδοθεί σε βάθος και με μεγάλη λεπτομέρεια ως προς την ψυχοσύνθεση τους. Τις ώρες που δεν το διάβαζα έπιανα αλήθεια τον εαυτό μου να τους σκέφτομαι και να ανυπομονώ να τους ξανά πιάσω στα χέρια μου. Και πιστέψτε με αυτό δεν μου συμβαίνει συχνά. Κάτι άλλο που δεν μου συμβαίνει συχνά είναι να συγκινούμαι βαθιά με κάτι που διαβάζω. Κάποιες ατάκες των ηρώων του Backman ή κάποιες χειρονομίες τους ήταν αρκετές για να νιώσω ένα «τσίμπημα» μέσα μου.

Το «Μπιέρνσταντ» είναι από εκείνα τα βιβλία που μπορούν να διαβάσουν ( και νομίζω θα απολαύσουν) τόσο έφηβοι όσο και ενήλικες. Μπορεί να φαίνεται απλοϊκό αλλά εγείρει πολλά θέματα για συζήτηση και προβληματισμό. Με ενθουσίασε και πραγματικά ανυπομονώ για τα επόμενα δύο βιβλία της σειράς.

Εν κατακλείδι, ο Fredrik Backman παραμένει για εμένα ένας σύγχρονος παραμυθάς, του οποίου τα παραμύθια είναι ικανά να φωτίσουν τους σκοτεινούς καιρούς στους οποίους ζούμε. Έχω διαβάσει τα περισσότερα βιβλία του και μπορώ να σας πω με σιγουριά πως είναι με διαφορά ( με μεγάλη διαφορά) το καλύτερο του μέχρι τώρα.